σκληρότητα
[skliˈrotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fμεταφορικά | in übertragenem SinnμτφVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- σκληρότητα
- Grausamkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fσκληρότητα βαναυσότητασκληρότητα βαναυσότητα