σκηνοθεσία
[skjinoθeˈsia]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Regieθηλυκό | Femininum, weiblich fσκηνοθεσίασκηνοθεσία
- Inszenierungθηλυκό | Femininum, weiblich fσκηνοθεσία μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφσκηνοθεσία μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ