„σκασίλα“: θηλυκό σκασίλα [skaˈsila]θηλυκό | Femininum, weiblich f οικείο | umgangssprachlichοικ Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Ärger, Verdruss Ärgerαρσενικό | Maskulinum, männlich m σκασίλα Verdrussαρσενικό | Maskulinum, männlich m σκασίλα σκασίλα ejemplos σκασίλα μου/σου! οικείο | umgangssprachlichοικ mir/dir schnuppe! σκασίλα μου/σου! οικείο | umgangssprachlichοικ