„σκάγια“: πληθυντικός ουδετέρου σκάγια [ˈskaja]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Schrot Schrotαρσενικό | Maskulinum, männlich m σκάγια σκάγια