„σαχλαμάρα“: θηλυκό σαχλαμάρα [saxlaˈmara]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Quatsch Quatschαρσενικό | Maskulinum, männlich m σαχλαμάρα συχνάπληθυντικός | Plural pl σαχλαμάρα συχνάπληθυντικός | Plural pl ejemplos λέει σαχλαμάρες er/sie redet Quatsch λέει σαχλαμάρες λέει σαχλαμάρες οικείο | umgangssprachlichοικ Mist λέει σαχλαμάρες οικείο | umgangssprachlichοικ