„σατανικός“ σατανικός [sataniˈkos], σατανική, σατανικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) satanisch, teuflisch satanisch, teuflisch σατανικός σατανικός