„σίκαλη“: θηλυκό σίκαλη [ˈsikali]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Roggen Roggenαρσενικό | Maskulinum, männlich m σίκαλη βοτανική | Botanikβοτ σίκαλη βοτανική | Botanikβοτ