ροπή
[roˈpi]θηλυκό | Femininum, weiblich f μεταφορικά | in übertragenem SinnμτφVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Neigungθηλυκό | Femininum, weiblich f (προς zu)ροπή τάσηροπή τάση
ejemplos
- Gewaltbereitschaftθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ροπή στρέψης φυσDrehmomentουδέτερο | Neutrum, sächlich n