„ρομαντισμός“: αρσενικό ρομαντισμός [romandizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Romantik Romantikθηλυκό | Femininum, weiblich f ρομαντισμός κ. κίνημα ρομαντισμός κ. κίνημα