„Ρομ“: αρσενικό και θηλυκό Ρομ [rom]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f <άκλιτο | invariabel, unveränderlichinv> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Rom, Romni Romαρσενικό | Maskulinum, männlich m Ρομ τσιγγάνος, τσιγγάνα Romniθηλυκό | Femininum, weiblich f Ρομ τσιγγάνος, τσιγγάνα Ρομ τσιγγάνος, τσιγγάνα