ροή
[roˈi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Laufαρσενικό | Maskulinum, männlich mροή νερού, ποταμού, κ., πορεία, εξέλιξη μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφροή νερού, ποταμού, κ., πορεία, εξέλιξη μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
ejemplos
- ροή λόγουRedeflussαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- ροή οδικής κυκλοφορίαςVerkehrsstromαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- ροή πληροφοριώνInformationsflussαρσενικό | Maskulinum, männlich m
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos