ρεζερβουάρ
[rezervuˈar]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Reservoirουδέτερο | Neutrum, sächlich nρεζερβουάρρεζερβουάρ
- Benzintankαρσενικό | Maskulinum, männlich mρεζερβουάρ βενζίνηςρεζερβουάρ βενζίνης