„ρέπω“: αμετάβατο ρήμα ρέπω [ˈrepo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) neigen neigen (προς zu) ρέπω έχω τάση ρέπω έχω τάση