πρωτοπόρος
[protoˈporos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Vorreiterαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fπρωτοπόροςVorkämpferαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fπρωτοπόροςPionierαρσενικό | Maskulinum, männlich mπρωτοπόροςπρωτοπόρος
ejemplos
- ο πρωτοπόρος του πρωταθλήματος αθλητισμός | Sportαθλder Tabellenführer