προχωρώ
[proxoˈro]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-άς; -ησα; -ημένος>Vista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- vorgehenπροχωρώ πηγαίνω μπροστάπροχωρώ πηγαίνω μπροστά
- weitergehenπροχωρώ συνεχίζω το δρόμο μουπροχωρώ συνεχίζω το δρόμο μου
- vorankommen, Fortschritte machenπροχωρώ προοδεύω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφπροχωρώ προοδεύω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
ejemplos
- προχωρώ προς κάποιονauf jemanden zulaufen