προχειροδουλειά
[proçiroðuˈʎa]θηλυκό | Femininum, weiblich f οικείο | umgangssprachlichοικVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Pfuschereiθηλυκό | Femininum, weiblich fπροχειροδουλειάπροχειροδουλειά