προφυλακτικό
[profilaktiˈko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Präservativουδέτερο | Neutrum, sächlich nπροφυλακτικόKondomουδέτερο | Neutrum, sächlich nπροφυλακτικόπροφυλακτικό