„προσμιγνύω“: μεταβατικό ρήμα προσμιγνύω [prozmiˈɣnio]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) beimischen beimischen προσμιγνύω προσμιγνύω