προκατάληψη
[prokaˈtalipsi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Vorurteilουδέτερο | Neutrum, sächlich nπροκατάληψηVoreingenommenheitθηλυκό | Femininum, weiblich fπροκατάληψηπροκατάληψη