„προικισμένος“ προικισμένος [prikjizˈmenos], προικισμένη, προικισμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) begabt, begnadet begabt, begnadet προικισμένος προικισμένος