„προεκβολή“: θηλυκό προεκβολή [proekvoˈli]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Vorschub Vorschubαρσενικό | Maskulinum, männlich m προεκβολή προεκβολή