„πράσινο“: ουδέτερο πράσινο [ˈprasino]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Grün Grünουδέτερο | Neutrum, sächlich n πράσινο πράσινο