πουλί
[puˈli]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Vogelαρσενικό | Maskulinum, männlich mπουλίπουλί
ejemplos
- αποδημητικό πουλίZugvogelαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- πουλί του παραδείσουμεταφορικά | in übertragenem SinnμτφParadiesvogelαρσενικό | Maskulinum, männlich m