πολιτισμένος
[politizˈmenos], πολιτισμένη, πολιτισμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- zivilisiertπολιτισμένος χώρα, άνθρωποιπολιτισμένος χώρα, άνθρωποι
- kultiviertπολιτισμένος άνθρωποςπολιτισμένος άνθρωπος