ποδοσφαιριστής
[poðosferisˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m, ποδοσφαιρίστρια [poðosfeˈristria]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Fußballspielerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fποδοσφαιριστής αθλητισμός | Sportαθλποδοσφαιριστής αθλητισμός | Sportαθλ