„πλανιέμαι“: αμετάβατο ρήμα πλανιέμαι [plaˈɲeme]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/iκαι | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) schweifen schweifen πλανιέμαι πλανιέμαι