„πιστωτής“: αρσενικό πιστωτής [pistoˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Gläubiger Gläubigerαρσενικό | Maskulinum, männlich m πιστωτής οικονομία | Wirtschaftοικον πιστωτής οικονομία | Wirtschaftοικον