πιθανότητα
[piθaˈnotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Wahrscheinlichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fπιθανότηταπιθανότητα
- Möglichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fπιθανότητα ενδεχόμενοπιθανότητα ενδεχόμενο
- Aussichtθηλυκό | Femininum, weiblich fπιθανότητα ευκαιρία μεταφορικά | in übertragenem SinnμτφChanceθηλυκό | Femininum, weiblich fπιθανότητα ευκαιρία μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφπιθανότητα ευκαιρία μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
ejemplos
- πιθανότητα επέμβασηςEingriffsmöglichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
- πιθανότητα εφαρμογήςAnwendungsmöglichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
- πιθανότητα κέρδουςGewinnchanceθηλυκό | Femininum, weiblich f
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos