περιουσία
[periuˈsia]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Vermögenουδέτερο | Neutrum, sächlich nπεριουσίαπεριουσία
- Grundbesitzαρσενικό | Maskulinum, männlich mπεριουσία έδαφοςπεριουσία έδαφος