„περίμετρος“: θηλυκό περίμετρος [peˈrimetros]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Umriss, Umfang Umrissαρσενικό | Maskulinum, männlich m περίμετρος εξωτερική γραμμή περίμετρος εξωτερική γραμμή Umfangαρσενικό | Maskulinum, männlich m περίμετρος περιφέρειας περίμετρος περιφέρειας ejemplos περίμετρος στήθους Oberweiteθηλυκό | Femininum, weiblich f περίμετρος στήθους περίμετρος της γης Erdumfangαρσενικό | Maskulinum, männlich m περίμετρος της γης