παροξυσμός
[paroksizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Anfallπαροξυσμόςπαροξυσμός
ejemplos
- παροξυσμός γέλιουLachkrampfαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- παροξυσμός χαράςFreudentaumelαρσενικό | Maskulinum, männlich m