„παρελαύνω“: αμετάβατο ρήμα παρελαύνω [pareˈlavno]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) einrücken einrücken παρελαύνω στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ παρελαύνω στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ