παραπλανητικός
[paraplanitiˈkos], παραπλανητική, παραπλανητικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- irreführend, verführerisch.παραπλανητικόςπαραπλανητικός
ejemplos
-
- παραπλανητική κίνησηθηλυκό | Femininum, weiblich fTäuschungsmanöverουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- παραπλανητική συσκευασίαθηλυκό | Femininum, weiblich fMogelpackungθηλυκό | Femininum, weiblich f
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos