παραμορφώνω
[paramorˈfono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- entstellen, verunstalten, verformenπαραμορφώνω πρόσωποπαραμορφώνω πρόσωπο
- verzerrenπαραμορφώνω μορφή, ήχοπαραμορφώνω μορφή, ήχο
- verdrehenπαραμορφώνω λόγια, αλήθειαπαραμορφώνω λόγια, αλήθεια