παρακολούθηση
[parakoˈluθisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Verfolgungθηλυκό | Femininum, weiblich fπαρακολούθηση δραπέτηπαρακολούθηση δραπέτη
- Überwachungθηλυκό | Femininum, weiblich fπαρακολούθηση έλεγχοςπαρακολούθηση έλεγχος
- Beobachtungθηλυκό | Femininum, weiblich fπαρακολούθηση ως θεατής, κατάσκοποςπαρακολούθηση ως θεατής, κατάσκοπος
- Aufsichtθηλυκό | Femininum, weiblich fπαρακολούθηση εποπτείαπαρακολούθηση εποπτεία
ejemplos
- παρακολούθηση τηλεφώνουTelefonüberwachungθηλυκό | Femininum, weiblich f