„παράτυπος“ παράτυπος [paˈratipos], παράτυπη, παράτυποεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) atypisch atypisch παράτυπος παράτυπος