„παράπτωμα“: ουδέτερο παράπτωμα [paˈraptoma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Vergehen, Fehltritt Vergehenουδέτερο | Neutrum, sächlich n παράπτωμα παράπτωμα Fehltrittαρσενικό | Maskulinum, männlich m παράπτωμα ηθικό παράπτωμα ηθικό