παράνομος
[paˈranomos], παράνομη, παράνομοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- ungesetzlich, gesetzwidrig, illegal.παράνομοςπαράνομος
ejemplos
- παράνομη εργασίαθηλυκό | Femininum, weiblich fSchwarzarbeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
- παρανομή οπλοφορίαunerlaubter Waffenbesitzαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- παράνομη στάθμευσηθηλυκό | Femininum, weiblich fvorschriftswidriges Parkenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos