„παράλυτος“ παράλυτος [paˈralitos], παράλυτη, παράλυτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) gelähmt gelähmt παράλυτος παράλυτος