παράλειψη
[paˈralipsi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Auslassungθηλυκό | Femininum, weiblich fπαράλειψη λέξης, πρότασηςWeglassungθηλυκό | Femininum, weiblich fπαράλειψη λέξης, πρότασηςπαράλειψη λέξης, πρότασης
- Versäumnisθηλυκό | Femininum, weiblich fπαράλειψη ό,τι δεν κάνει κανείςπαράλειψη ό,τι δεν κάνει κανείς