„παμπάλαιος“ παμπάλαιος [pamˈbaleos], παμπάλαια, παμπάλαιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) uralt uralt παμπάλαιος παμπάλαιος