„παλιάνθρωπος“: αρσενικό παλιάνθρωπος [paˈʎanθropos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Kerl, Schuft, Halunke Kerlαρσενικό | Maskulinum, männlich m παλιάνθρωπος Schuftαρσενικό | Maskulinum, männlich m παλιάνθρωπος Halunkeαρσενικό | Maskulinum, männlich m παλιάνθρωπος παλιάνθρωπος