παθογόνος
[paθoˈɣonos], παθογόνος, παθογόνοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- krankheitserregend, pathogenπαθογόνοςπαθογόνος
ejemplos
- παθογόνος μικροοργανισμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich mKrankheitserregerαρσενικό | Maskulinum, männlich mPathogenουδέτερο | Neutrum, sächlich n