οχύρωμα
[oˈçiroma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Befestigungθηλυκό | Femininum, weiblich fοχύρωμα στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατSchanzeθηλυκό | Femininum, weiblich fοχύρωμα στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατοχύρωμα στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ