„ουτοπικός“ ουτοπικός [utopiˈkos], ουτοπική, ουτοπικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) utopisch utopisch ουτοπικός ουτοπικός