οροσειρά
[orosiˈra]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Gebirgeουδέτερο | Neutrum, sächlich nοροσειράGebirgsketteθηλυκό | Femininum, weiblich fοροσειράοροσειρά
ejemplos
- οροσειρά μέσου ύψουςMittelgebirgeουδέτερο | Neutrum, sächlich n