οροπέδιο
[oroˈpeðio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Hochebeneθηλυκό | Femininum, weiblich fοροπέδιοHochplateauουδέτερο | Neutrum, sächlich nοροπέδιοοροπέδιο
ejemplos
- οροπέδιο βουνούBergplateauουδέτερο | Neutrum, sächlich n