οριστικός
[oristiˈkos], οριστική, οριστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
ejemplos
- οριστική αποθήκευσηθηλυκό | Femininum, weiblich fEndlagerungθηλυκό | Femininum, weiblich f