ορθογραφικός
[orθoɣrafiˈkos], ορθογραφική, ορθογραφικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- orthografischορθογραφικόςορθογραφικός
ejemplos
- ορθογραφική μεταρρύθμισηθηλυκό | Femininum, weiblich fRechtschreibreformθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ορθογραφικό λάθοςουδέτερο | Neutrum, sächlich nSchreibfehlerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- ορθογραφικός έλεγχοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υRechtschreibprüfungθηλυκό | Femininum, weiblich f