„ομίχλη“: θηλυκό ομίχλη [oˈmixli]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Nebel, Dunst Nebelαρσενικό | Maskulinum, männlich m ομίχλη ομίχλη Dunstαρσενικό | Maskulinum, männlich m ομίχλη αχνός ομίχλη αχνός ejemplos έχει ομίχλη es ist neblig έχει ομίχλη